- ποτνιασμός
- ποτνι-ασμός, ὁ, = foreg., of women, Str.7.3.4 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτνιασμός — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] η ποτνίασις* … Dictionary of Greek
ποτνιασμούς — ποτνιασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)